θώρηκες

θώρηκες
θώραξ
corslet
masc nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θώρηκες — Θώρηξ corslet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιγύαλος — κραταιγύαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + γύαλον «ημιθωράκιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”